λῶδιξ

λῶδιξ
λῶδιξ, ῑκος, ,
A blanket or counterpane, Lat. lodix, Peripl.M.Rubr. 24, BGU1564.8 (ii A.D.):—[var] Dim. [full] λωδίκιν prob. in ib.93.24 (ii/iii A.D.); [full] λωδίκιον, Stud.Pal.20.67.26 (ii/iii A.D.), etc.; cf. λωτίκιον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λώδιξ — λῶδιξ, ικος, ἡ (Α) κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο] …   Dictionary of Greek

  • λωδίκι(ο)ν — και λωτίκιον, τὸ (Α) [λώδιξ] 1. μικρή κουβέρτα, κλινοσκέπασμα 2. μανδύας, επενδύτης …   Dictionary of Greek

  • λωδικάριος — λωδικάριος, ὁ (Α) κατασκευαστής λωδικίων, κουβερτών, κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶδιξ, ικος + κατάλ. άριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”